Γράφει ο Απόστολος Πάππος

Έτσι τον ονόμασαν “Ανήλιαγο” και ο πατέρας του ένα βαθύ του ‘χε φτιάσει παλάτι που έμπαινε μες τη γη, τόσο που δεν έφτανε ποτέ το φως από τις χρυσοφτέρουγες ακτίνες του ήλιου.
Κάθε βράδυ όμως, όταν ο βασιλιάς και παντεπόπτης ήλιος έδυε, έβγαινε απ’ το παλάτι του, περνούσε τον μεγάλο ποταμό του δάσους με τ’ άσπρο άλογό του και πήγαινε ν’ ανταμώσει την αγαπημένη του αρχόντισσα, την κυρά Ρήνη (Ειρήνη), που ζούσε στο δικό της κάστρο.
Γινόταν καιρό αυτό κι όμορφα κυλούσε ο καιρός. Μα ήρθανε μέρες που σκέψεις κακές ρίζωσαν στο μυαλό της κυρά Ρήνης. «Γιατί έρχεται κοντά μου μονάχα νύχτα;», αναρωτιόταν. «Και γιατί πάντοτε φεύγει πριν ξημερώσει;»
Σκέψεις κακές όταν ριζώσουν στο μυαλό μας σαν άρρωστοι φερνόμαστε και πράματα παράλογα θα κάνουμε. Να το ξέρεις και ακόμα καλύτερα να το θυμάσαι: ό,τι σκεφτόμαστε γίνεται η ζωή μας η ίδια λίγο καιρό μετά.
Καθόλου δεν της άρεσε της κυρά Ρήνης αυτή η συνήθεια του αγαπημένου της. «Μην αγαπά κάποια άλλη ο βασιλιάς μου;», δηλητηρίασε το μυαλό της ακόμη περισσότερο κι άλλο να κρατηθεί δε μπόρεσε. Βάλθηκε την αλήθεια να βρει κι ας μη γνώριζε το τίμημα το ακριβό που θα πληρώσει.
Αποφάσισε λοιπόν τον αγαπημένο της να ξεγελάσει και τι συμβαίνει να γνωρίσει. Διέταξε τους έμπιστους υπηρέτες της και σφάξανε όλα τα κοκόρια της περιοχής. Όλα!
Κι ήρθε το επόμενο βράδυ και ο Ανήλιαγος πήγε όπως πάντα στην κυρά Ρήνη με το άλογο του και πέρασε τη νυχτιά μαζί της. Αλλά κοκόρια να λαλήσουν δεν υπήρχαν κι έτσι ξεχάστηκε λίγο περισσότερο ο Ανήλιαγος. Κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και καβάλησε το άλογό του. Έτρεχε σαν αστραπή για να προλάβει. Πάνω που περνούσε τον ποταμό, λίγο πριν φτάσει στο κάστρο του, τον βρήκαν οι πρώτες αχτίδες του ήλιου στην πλάτη, ξεπέζεψε και μαρμάρωσε εκεί για πάντα, πλάι στο ποτάμι του κάστρου του, θαμπωμένος από τη λάμψη του βασιλιά Ήλιου. Η κυρά Ρήνη είχε μάθει επιτέλους την αλήθεια αλλά μάλλον την είχε πληρώσει πολύ ακριβά…
Ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης είχε γράψει για το μύθο του Ανήλιαγου το εξής όμορφο ποίημα:
Ο Βασιλιάς Ανήλιαγος
Στο βασιλιά του Τρίκαρδου, το μοναχό παιδί
οι μοίρες που το μύρωσαν κατάρα είχαν κάνει
πως άμα ο ήλιος το ειδή
ευθύς θε να πεθάνει
Κι’ ο βασιλιάς πατέρας του μ’ ελπίδα να σωθεί
από του ήλιου το κακό και φλογισμένο μάτι
τώχτισε επίτηδες βαθύ
μέσα στη γη παλάτι
Στο βασιλιά του Τρίκαρδου, το μοναχό παιδί
οι μοίρες που το μύρωσαν κατάρα είχαν κάνει
πως άμα ο ήλιος το ειδή
ευθύς θε να πεθάνει
Κι’ ο βασιλιάς πατέρας του μ’ ελπίδα να σωθεί
από του ήλιου το κακό και φλογισμένο μάτι
τώχτισε επίτηδες βαθύ
μέσα στη γη παλάτι
Χρόνια πέρασαν…Πέθανε ο γέροντας γονιός
και με την ώρα την καλή θα βασιλέψει τώρα
και με την ώρα την καλή θα βασιλέψει τώρα
Ανήλιαγος ο μορφονιός
στου Τρίκαρδου τη χώρα
Κι ο βασιλιάς Ανήλιαγος τις μέρες του περνά
μες’ στα βαθιά παλάτια του και μοναχά το βράδυ
βουνά και κάμπους τριγυρνά
στης νύχτας το σκοτάδι
στου Τρίκαρδου τη χώρα
Κι ο βασιλιάς Ανήλιαγος τις μέρες του περνά
μες’ στα βαθιά παλάτια του και μοναχά το βράδυ
βουνά και κάμπους τριγυρνά
στης νύχτας το σκοτάδι
Κι’ η Κυρά Ρήνη η όμορφη τον είδε μια βραδιά
στο κάστρο εμπρός να κυνηγά μ’ ολόφωτο φεγγάρι
κι ένιωσε αγάπη στην καρδιά
για τ’ άξιο το παλικάρι …
στο κάστρο εμπρός να κυνηγά μ’ ολόφωτο φεγγάρι
κι ένιωσε αγάπη στην καρδιά
για τ’ άξιο το παλικάρι …
Ο βασιλιάς Ανήλιαγος σαν κάθε βασιλιάς,
τώρα κι αυτός ολονυχτίς στη χώρα δε γυρίζει.
Σ’ αγαπημένη αγκαλιά γυρμένος ξενυχτίζει.
Μα στη χαρά του δεν ξεχνά της μοίρας το γραφτό.
τώρα κι αυτός ολονυχτίς στη χώρα δε γυρίζει.
Σ’ αγαπημένη αγκαλιά γυρμένος ξενυχτίζει.
Μα στη χαρά του δεν ξεχνά της μοίρας το γραφτό.
Και πριν να φέξει στο βουνό και πριν να φέξει τ’ άστρο
αφήνει ταίρι ζηλευτό
και φεύγει από το κάστρο.
αφήνει ταίρι ζηλευτό
και φεύγει από το κάστρο.
Του κάκου τον ρωτά η Κυρά γιατ’ έτσι πρωινά
την παρατάει μονάχη ! Εκείνος δεν της κρήνει
και μαύρη ζήλεια τυραννά
τη δόλια Κυρά Ρήνη.
την παρατάει μονάχη ! Εκείνος δεν της κρήνει
και μαύρη ζήλεια τυραννά
τη δόλια Κυρά Ρήνη.
Τόσο, που τι σοφίζεται η πονηρή Κυρά:
Όλους με μια τους πετεινούς του κάστρου της σκοτώνει
για να μη νιώσει μια φορά
ο νιος πως ξημερώνει
Ο βασιλιάς Ανήλιαγος γελιέται την αυγή!
Και πριν να ρθεί στον Τρίκαρδο κοντά στην Παλιο-Μάνη,
κατάρα! Ο ήλιος είχε βγει
κι ο νιος είχε πεθάνει
Όλους με μια τους πετεινούς του κάστρου της σκοτώνει
για να μη νιώσει μια φορά
ο νιος πως ξημερώνει
Ο βασιλιάς Ανήλιαγος γελιέται την αυγή!
Και πριν να ρθεί στον Τρίκαρδο κοντά στην Παλιο-Μάνη,
κατάρα! Ο ήλιος είχε βγει
κι ο νιος είχε πεθάνει
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου